- καταληπτός
- -ή, -ό (AM καταληπτός, -ή, -όν) [καταλαμβάνω]αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει, κατανοητός, αντιληπτόςαρχ.1. αυτός που έχει συλληφθεί2. αυτός που μπορεί να συλληφθεί3. ο υποκείμενος4. εκείνος που μπορεί να επιτευχθεί5. ο βέβαιος6. αυτός που καταλαμβάνει, κυριεύει κάποιον ξαφνικά («πένθος θεόθεν καταληπτόν», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.