καταληπτός

καταληπτός
-ή, -ό (AM καταληπτός, -ή, -όν) [καταλαμβάνω]
αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει, κατανοητός, αντιληπτός
αρχ.
1. αυτός που έχει συλληφθεί
2. αυτός που μπορεί να συλληφθεί
3. ο υποκείμενος
4. εκείνος που μπορεί να επιτευχθεί
5. ο βέβαιος
6. αυτός που καταλαμβάνει, κυριεύει κάποιον ξαφνικά («πένθος θεόθεν καταληπτόν», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταληπτός — seized masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτός — ή, ό αυτός που μπορεί κάποιος να τον καταλάβει: Χρησιμοποιεί απλή γλώσσα και γίνεται εύκολα καταληπτός από το λαό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταληπτά — καταληπτός seized neut nom/voc/acc pl καταληπτά̱ , καταληπτός seized fem nom/voc/acc dual καταληπτά̱ , καταληπτός seized fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτῶν — καταληπτός seized fem gen pl καταληπτός seized masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτόν — καταληπτός seized masc acc sg καταληπτός seized neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπταί — καταληπτός seized fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτοί — καταληπτός seized masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτοῦ — καταληπτός seized masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτούς — καταληπτός seized masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτῆς — καταληπτός seized fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”